υποπερικλώμαι

υποπερικλώμαι
-άομαι, Α
παρουσιάζω ελαφρά κλίση προς κάτι («φύλλα πλατύτερα πρὸς τὴν γῆν καὶ ὑποπερικλᾱται», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + περικλῶ «λυγίζω και σπάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”